ῥοδακίνου

ῥοδακίνου
ῥοδάκινον
nectarine
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νεκταρίνι — το ο καρπός τής νεκταρινιάς, αλλ. μηλοροδάκινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nectarine «ποικιλία ροδάκινου» (< νέκταρ)] …   Dictionary of Greek

  • Τσουδερός — Επώνυμο ιστορικής οικογένειας της Κρήτης, η οποία καταγόταν από τον Εμμ. Καλλέργη, γόνο της μεγάλης οικογένειας των Καλλέργηδων. Σπουδαιότερα μέλη της οικογένειας ήταν οι επόμενοι: 1. Γεώργιος (1768 – 1859). Οπλαρχηγός στην Επανάσταση. Ονομάστηκε …   Dictionary of Greek

  • γιαρμάς — ο (λ. τουρκ.), είδος ροδάκινου από το οποίο αφαιρείται εύκολα το κουκούτσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”